Ιλιόθι

Ιλιόθι
Ἰλιόθι (Α)
επίρρ. στην Τροία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴλιος / Ἴλιον + -θι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἰλιόθι — Ilium indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”